- ἔχομαι
- ἔχωcheckpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
держуся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (ἔχομαι) держусь чего либо, бываю привержен к чему то;… … Словарь церковнославянского языка
имеюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἔχομαι) нахожусь в каком либо положении, имею… … Словарь церковнославянского языка
έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επίσχομαι — ἐπίσχομαι (Μ) αντί υπόσχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίσχομαι παράλληλος τ. τού έχομαι] … Dictionary of Greek
εχομένως — ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχομαι) (με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση αρχ. (με γεν.) 1. πλησίον, κοντά σε κάτι 2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου … Dictionary of Greek
ποέχομαι — Α (κυπρ. τ.) προσέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἔχομαι] … Dictionary of Greek
ՈՒՆԱԿԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0549 Chronological Sequence: 6c, 9c, 12c, 13c չ. Բնաւորիլ ունակութեամբ. ունել, գտանիլ յիմիք. տարեալ լինել. եւ Զետեղիլ. կրթել. եւ կրթիլ. կամ գրաւել, իլ. վարել. (յն. ոճով.) որպէս ἕχομαι եւն. *Միով բարի եւ օգտակար ներգործեցան, միւսովն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՏԿԱՌ — ( ) NBH 2 0611 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 12c գ. Որպէս Պատկառանք. ամօթխածութիւն. առ, հիճապ. *Նախ քան զուտել նորա իսպառ՝ յիշեա՜ զամօթ եւ զպատկառ. Շ. այբուբ.: ա. ՊԱՏԿԱՌ. ա. Պատկառեալ, կամ պատկառոտ, ամօթխած. *Ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԻՆԴ — (պնդոյ, ոց. կամ պնդի, դաց.) NBH 2 0648 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 13c ա. βέβαιος, στάσιμος firmus, stabilis, validus, fortis σπουδαῖος studiosus, diligens σύντονος contententus vehemens. Հաստատուն. սերտ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)